ωογονία

ωογονία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ωογονία" в других словарях:

  • ᾠογονίας — ᾠογονίᾱς , ᾠογονία laying of eggs fem acc pl ᾠογονίᾱς , ᾠογονία laying of eggs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • ωομύκητες — (oomycιtes). Τάξη της κλάσης των φυκομυκήτων. Περιλαμβάνει μικρομύκητες, με μυκήλιο αρχικά μονοπύρηνο και μετά πολυπύρηνο. Πολλαπλασιάζονται αγενώς με ζωοσπόρια και σπάνια με κονίδια, και εγγενώς με ωοσπόρια, μονήρη ή πολλά, τα οποία παράγονται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»